ζύγ'

ζύγ'
ζυγά̱ , ζυγή
pair
fem nom/voc/acc dual
ζυγά̱ , ζυγή
pair
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ζυγαί , ζυγή
pair
fem nom/voc pl
ζυγί , ζυγίς
fem voc sg
ζυγά , ζυγόν
yoke
neut nom/voc/acc pl
ζυγέ , ζυγόν
yoke
masc voc sg
ζυγέ , ζυγός
yoke
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρηξί(ζυγ)ος — ον, Α αυτός που σπάζει τα ζυγά, δηλαδή τα σέλματα τών κωπηλατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ρήγνυμι) + ζυγός]· …   Dictionary of Greek

  • ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγής — ές (Α ἰσοζυγής, ές) ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο αρχ. ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ , πρβλ. ἐ ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μονο ζυγής, νεο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • ισόζυξ — ἰσόζυξ, υγος, ὁ (Α) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυξ (< θ. ζυγ , πρβλ. ε ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μελανό ζυξ, πρωτό ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • καλλιζυγής — καλλιζυγής, ές (Α) αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, ομο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • μονοζυγής — μονοζυγής, ές (Α) μονόζυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, καλλι ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • ομοζυγής — ὁμοζυγής, ές (Α) ομόζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐ ζύγ ην), πρβλ. μονο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • συζυγής — ές, ΝΑ αυτός που έχει ζευχθεί, που έχει ενωθεί με άλλον, συνδεδεμένος με άλλον νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε αναλογία, σε αντιστοιχία με άλλον, ανάλογος, παράλληλος 2. φυσ. χημ. χαρακτηρισμός διαδοχικών ομοιοπολικών χημικών δεσμών… …   Dictionary of Greek

  • υποζυγή — ἡ, Α σκλαβιά, υποδούλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπο ζυγ τού ὑποζεύγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β ὑπ ε ζύγ ην) + κατάλ. ή] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”